- λατομείο
- Υπαίθριος χώρος εξόρυξης οικοδομικών υλικών (μαρμάρου, πωρόλιθου κ.ά.) και δευτερευόντως άνθρακα, χημικών ουσιών και μεταλλευμάτων. Η εργασία στο λ. περιλαμβάνει την εξόρυξη και τη μεταφορά των χρήσιμων ορυκτών καθώς και των υπερκείμενων στείρων στρωμάτων. Σκοπός της εξόρυξης είναι η εξαγωγή ορυκτών σύμφωνα με καθορισμένο πρόγραμμα και η δημιουργία αποθεμάτων ορυκτών έτοιμων για μεταφορά. Χαρακτηριστικό του λ. είναι ότι ο χώρος εργασίας διαρκώς μεταβάλλεται.
Τα σύγχρονα λ. είναι μηχανοποιημένα σε μεγάλο βαθμό, με μηχανήματα και εξοπλισμό για θραύση, μετακίνηση, μεταφορά και αποθήκευση οποιουδήποτε πετρώματος. Βασικές μονάδες παραγωγής των μικρών λ. (που παράγουν ως επί το πλείστον μη μεταλλικά οικοδομικά υλικά) είναι οι τομείς εξόρυξης και κατεργασίας. Επιπλέον, το λ. έχει και βοηθητικούς χώρους, ενώ συχνά αποτελεί κάποιον τομέα ενός ευρύτερου εξορυκτικού ή μεταλλουργικού συγκροτήματος.
Η κατά βαθμίδες εξόρυξη προϋποθέτει ένα σύνολο εργασιών. Η κοπή του πετρώματος κατά βαθμίδα γίνεται σε επάλληλες στρώσεις, ξεκινώντας από τις υπερκείμενες βαθμίδες και καταλήγοντας στις χαμηλότερες. Όταν εξορύσσονται οριζόντια κοιτάσματα, το βάθος του ορυχείου είναι ορισμένο και η προώθηση των βαθμίδων δημιουργεί αύξηση του μεγέθους του λ. Τα υλικά των υπερκείμενων στρωμάτων επιστρέφονται συνήθως στην περιοχή όπου έχει ολοκληρωθεί η εξόρυξη. Στον σχεδιασμό της κατασκευής του λ. περιλαμβάνονται η μελέτη χάραξης και κοπής των βαθμίδων, η οργάνωση της εργασίας και η κατασκευή δρόμων προσπέλασης και οικισμών για τη διαμονή του εργατικού προσωπικού.
* * *το (AM λατομεῑον και λατόμιον, Μ και λατόμιν)υπαίθριος ή υπόγειος βραχώδης τόπος από όπου εξορύσσονται λίθοι ή μάρμαρα, κυ. νταμάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατόμος. Ο τ. λατόμιον < λατόμος ή με τη μεσολάβηση ενός αμάρτυρου *λατόμ-ιος].
Dictionary of Greek. 2013.